αγόρα — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
ζαχαροζυμωμένος — η, ο και ζαχαροζύμωτος, η, ο 1. ζυμωμένος με ζάχαρη 2. μτφ. γλυκός, ευχάριστος («λόγια και γέλια και φιλιά ζαχαροζυμωνένα», Ερωφ.) 3. μτφ. (για γυναίκα) όμορφη και γλυκιά («Πανώρια, κορασίδα μου ζαχαροζυμωμένη», Πανώρ.) … Dictionary of Greek
θυγατρίς — θυγατρίς, ίδος, ἡ (Μ) μικρό κορίτσι, κορασίδα, κοριτσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυγατρ τού θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ ός, δοτ. θυγατρ ί) + υποκορ. κατάλ. ίς (πρβλ. θυλακ ίς, χοινικ ίς)] … Dictionary of Greek
κορασίς — κορασίς, ίδος, ἡ (Μ) βλ. κορασίδα … Dictionary of Greek
κοπελούδα — η υποκορ. του κοπέλα μικρή κόρη, κορασίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)